- καλοχέρης
- οθηλ. καλοχέρα ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος: Αν και δεν είναι καλοχέρης, σε πλήρωσε καλά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοχέρης — ο, θηλ. καλοχέρα ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης, απλο χέρης] … Dictionary of Greek